- φύλο
- το / φῡλον, ΝΜΑ1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν.γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.)2. φυλή, εθνότητα (α. «οι επιδρομές τών βαρβαρικών φύλων» β. «θανάτῳ πελάσεις ἀνὰ βάρβαρα φῡλα», Ευρ.γ. «Ἱππόθοος δ' ἄγε φῡλα Πελασγῶν», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. βιολ. το σύνολο τών χαρακτηριστικών με βάση τα οποία τα μέλη ενός είδους μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες, τα αρσενικά και τα θηλυκά, οι οποίες συμπληρώνουν αναπαραγωγικά η μία την άλλη και αποτελούν την έκφραση τού ιδιαίτερου ρόλου που έχει ο φορέας του, δηλαδή το αντίστοιχο άτομο, στην αναπαραγωγή τού είδους2. ζωολ. η δεύτερη μεγαλύτερη υποδιαίρεση στην ταξινομική ιεραρχία τών ζώων, η οποία έπεται τού βασιλείου και υποδιαιρείται σε ομοταξίες ή κλάσεις, αλλ. συνομοταξία3. βοτ. (καταχρ.) η κατηγορία τής διαίρεσης στην ταξινόμηση τού φυτικού βασιλείου4. φρ. α) «γοναδικό φύλο»βιολ. το σύνολο τών χαρακτηριστικών τού ατόμου, που καθορίζονται από τις λειτουργίες τών γεννητικών αδένωνβ) «χρωματινικό φύλο»βιολ. έκφανση τού γενετήσιου διμορφισμού σε όλους τους ιστούς τού οργανισμού, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ειδικού κοκκίου χρωματίνης, τού λεγόμενου σωματίου Μπαρ, στον πυρήνα τών κυττάρωνγ) «χρωματοσωματικό φύλο»βιολ. το φύλο τού ατόμου που καθορίζεται από τον καρυότυπό του από τη στιγμή τής σύλληψης, αλλ. γενετικό φύλοδ) «το ισχυρό φύλο» — οι άνδρεςε) «το ωραίο φύλο» — οι γυναίκεςστ) «το τρίτο φύλο» οι ομοφυλόφιλοιαρχ.1. σύνολο έμψυχων όντων που είναι όμοια στη φύση αλλά διαφέρουν στο είδος (α. «οὔποτε φῦλον ὁμοῖον ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων», Ομ. Ιλ.β. «ὥς περ Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῡλα Γιγάντων», Ομ. Οδ.)2. σύνολο ανθρώπων κοινής καταγωγής, γενιά («κρῑν' ἄνδρας κατὰ φῡλα, κατἀ φρήτρας», Ομ. Ιλ.)3. τάξη ανθρώπων με κοινό επάγγελμα και κοινή αποστολή («ἐκ τοῡ βουλευτικοῡ φύλου γεγενημένος», Δίων Κάσσ.)4. φρ. α) «φῡλον ὀρνίθων» ή «φῡλον πτηνῶν οἰωνῶν» — τα πουλιάβ) «φῡλα πόντου» — τα ψάρια (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. φῦλον και φυλή έχουν σχηματιστεί από τη μορφή *bhū- τής, ρίζας τού ρ. φύω / φύομαι (για τη ρίζα αυτή βλ. λ. φύω), η οποία έχει αρχική σημ. «γίνομαι, αυξάνομαι, μεγαλώνω», με επίθημα *-lο- (πρβλ. μοχ-λό-ς, ξύ-λο-ν, ὄχ-λο-ς, τρώγ-λη) και μπορούν να παραβληθούν όσον αφορά τον σχηματισμό με το υγρό -l- με τα: αρχ. σλαβ. bylĭje «χορτάρι», ρωσ. byl «ήμουν». Από σημασιολογική άποψη, οι λ. φῦλον, φυλή, με αφετηρία μια σημ. «αυτό που αναπτύχθηκε, εξελίχθηκε σε σύνολο, σε ομάδα», παρουσίασαν μια σημαντική εξέλιξη και χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν το σύνολο τών ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή, γένος ή εθνότητα, αλλά και γενικά σύνολα τα οποία εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά που τά διαφοροποιούν από άλλα σύνολα, ενώ το ουδ. φῦλον έλαβε και την πιο συγκεκριμένη σημ. «το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων». Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται και στους τ. φυτόν «γόνος, απόγονος», φύτλη «γένος, γενιά», ενώ, κατά μία άποψη, με ανάλογο τρόπο έχει σχηματιστεί και η λατ. λ. με σημ. «φυλή»: tribus πιθ. < *tri-bhu- < ρίζα *bhu- τού φύω. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι από το ζεύγος φῦλον: φυλή (για τη διαφορά τονισμού, πρβλ. νεῦρον: νευρά) ο τ. φῦλον είναι κυρίως επικός και ποιητικός, ενώ ο τ. φυλή απαντά μόνο στον πεζό λόγο και σε επιγραφές ως όρος τής επίσημης γλώσσας.ΠΑΡ. αρχ. φυλαδόν, φυλάζω, φυλέτης, φυλίον, φύλιος, φυλώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φύλαρχοςαρχ.φυλακρισία, φυλοβασιλεύςαρχ.-μσν.φυλοκρινώνεοελλ.φυλογένεση, φυλογονία, φυλογόνος, φυλοκαθορισμός. (Β' συνθετικό) αλλόφυλος, έκφυλος, ετερόφυλος, ομόφυλοςαρχ.αιολόφυλος, ακριτόφυλος, ανομοιόφυλος, απρόσφυλος, αρχίφυλος, ασύμφυλος, άφυλος, δεκάφυλος, δωδεκάφυλος, έμφυλος, μονόφυλος, μυριόφυλος, ολόφυλος, πάμφυλος, ποικιλόφυλος, πολύφυλος, σύμφυλος, τετράφυλος, τρίφυλος].
Dictionary of Greek. 2013.